«Ο Τσιγάντες επισκοπεί τα γύρω. Ο Ζαφείρης βρίσκεται φυσικά εκεί και λέγει: «όλο πάθος, όλο φλόγα, αυτοί οι άνθρωποι, και δείχνει τους αντάρτες θα ήθελαν να χτυπήσουν τους Ιταλούς και να τους φάνε το συκώτι».
Εάν θεωρείται τους εαυτούς σας ικανούς, απαντά ο Λοβέρδος να κάμετε μια τέτοια τρέλα, σε χίλιους τακτικούς στρατιώτες, έστω Ιταλούς, πηγαίνετε όταν το θελήσετε.
Ύστερα από αυτό, ο τόνος πέφτει αρκετές μονάδες…… Και ο Λοβέρδος συνεχίζει:
Ο Τσιγάντες παίρνει την πένα :
4 Οκτωβρίου 1944
Λοχαγέ μου,
Έχω λάβει εντολή να σας κτυπήσω, και τα μέσα που διαθέτω στη στεριά, τη θάλασσα και τον αέρα εάν χρειασθεί, είναι τέτοια ώστε να μη υπάρχει αμφιβολία ότι θα οδηγήσουν σε ασφαλή νίκη.
Η κατάστασίς σας, δεν διαθέτει διεξόδους. Το να θελήσετε να θυσιάσετε τους ανθρώπους σας, είναι καθαρή ματαιοπονία. Καμιά δόξα δε θα προσκομισθεί στην πατρίδα σας.
Έστε βέβαιος ότι εκτιμώ τις ανησυχίες σας ως στρατιώτου, στρατιώτης και εγώ, πολύ παλαιότερος στην καριέρα και πιο ηλικιωμένος από σας. Αυτό μου επιτρέπει να κάμω έκκληση στη φρόνησή σας και τις ευθύνες σας μια που είσθε ο αρχηγός. Προσθέσατε ότι οι αντάρτες των οποίων ο αριθμός αυξάνει λεπτό προς λεπτό, ανυπομονούν. Είμαι ακόμη σε θέση να σας παράσχω όλας τας επιθυμητάς προσωπικάς εγγυήσεις, αλλά πιστέψτε με, μην αργείτε.
Συνταγματάρχης Τσιγάντες
Διοικητής Ιερού Λόχου και Στρ. Δ/της Νήσων
Την επομένη ο συγγραφέας του τελεσιγράφου απευθύνει στην κυβέρνηση ένα τηλεγράφημα: «Η εχθρική φρουρά της Σάμου παρεδόθη σήμερα μετά το τελεσίγραφο. Χίλιοι αιχμάλωτοι. Ενδιαφέροντα λάφυρα. Η μαρτυρική νήσος κλαίει από χαρά».
Και προσθέτει ο Λοβέρδος: «Δεν υπήρξε λεηλασία. Οι Ιταλοί αξιωματικοί ετέθησαν υπό την προστασία μιας μικρής φρουράς. Οδήγησα τους στρατιώτες στο μοναστήρι του Σταυρού όπου ο παλιός μου φίλος μοναχός Παπακαλούδης, ιταλόφοβος καθώς και μισογύνης, θα ξεθάψει ένα πανάρχαιο κυνηγετικό όπλο, και παίρνοντας ύφος σκληρό θα τονίσει στους 950 αιχμαλώτους ότι θα τους χτυπήσει εάν δεν σεβαστούν την αγιοσύνη του τόπου.
Αυτή υπήρξε η παράδοση της Σάμου. Ο ρόλος ενός στρατιωτικού αρχηγού είναι κάποτε ν’ αποφεύγει τη μάχη και τον θάνατο».